κοντεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοντεύω < μεσαιωνική ελληνική κοντεύω < κοντά + -εύω < αρχαία ελληνική κοντός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /konˈde.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ντεύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

κοντεύω

  1. φτάνω πιο κοντά σε κάποιο τόπο ή στόχο, πλησιάζω
  2. (μεταφορικά) κινδυνεύω να πάθω κάτι ανεπιθύμητο
    ※  Νεογέννητο κόντεψε να κάει ζωντανό μέσα σε θερμοκοιτίδα (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]