κοντογούνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοντογούνι | τα | κοντογούνια |
γενική | του | κοντογουνιού | των | κοντογουνιών |
αιτιατική | το | κοντογούνι | τα | κοντογούνια |
κλητική | κοντογούνι | κοντογούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντογούνι ουδέτερο
- γυναικείο κοντό γουνοφόρο ένδυμα, σε μορφή ζακέτας
- "Το κοντογούνι" χορωδιακό τραγούδι που συνέθεσε ο Δημήτριος Ρόδιος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντογούνι
|