κοντοχωριανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κοντοχωριανός, -ή, -ό
- που κατοικεί ή κατάγεται από διπλανό χωριό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντοχωριανός
|