κοντούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοντούλα | οι | κοντούλες |
γενική | της | κοντούλας | — | |
αιτιατική | την | κοντούλα | τις | κοντούλες |
κλητική | κοντούλα | κοντούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοντούλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντούλα θηλυκό
- ονομασία διαφόρων ποικιλιών αχλαδιάς που παράγουν σχετικά κοντά φρούτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντούλα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κοντούλα
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)