κοντράρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /konˈdɾa.ɾo/
Ρήμα[επεξεργασία]
κοντράρω
- (λαϊκότροπο) (προφορικό)
- έχω κόντρα με κάποιον, βρίσκομαι σε έντονη αντιπαράθεση μαζί του
- συναντώ ένα εμπόδιο και αλλάζω κατεύθυνση κίνησης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κόντρα