κοντραμπάντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοντραμπάσο, κοντραπάσο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοντραμπάντο τα κοντραμπάντα
      γενική του κοντραμπάντου των κοντραμπάντων
    αιτιατική το κοντραμπάντο τα κοντραμπάντα
     κλητική κοντραμπάντο κοντραμπάντα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοντραμπάντο < μεσαιωνική ελληνική κοντραμπάντο < ιταλική contrabbando

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kon.tɾaˈba.nto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ντρα‐μπά‐ντο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοντραμπάντο ουδέτερο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]