κοντραμπάντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοντραμπάντο < μεσαιωνική ελληνική κοντραμπάντο < ιταλική contrabbando
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kon.tɾaˈba.nto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντρα‐μπά‐ντο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντραμπάντο ουδέτερο
- λαθρεμπόριο (συνηθέστερα, τσιγάρων, ποτών, όπλων και ναρκωτικών)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντραμπάντο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)