κοντσίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοντσίνα | οι | κοντσίνες |
γενική | της | κοντσίνας | των | (κοντσινών) |
αιτιατική | την | κοντσίνα | τις | κοντσίνες |
κλητική | κοντσίνα | κοντσίνες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοντσίνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντσίνα θηλυκό και κολτσίνα ή κολιτσίνα
- χαρτοπαίγνιο που παίζεται με τράπουλα που περιέχει τα κλασικά 52 φύλλα
- (συνεκδοχικά) (παρωχημένο) η τράπουλα (με τα κλασικά 52 φύλλα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοντσίνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χαρτοπαίγνια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)