κονφί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονφί < γαλλική confit

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κονφί ουδέτερο άκλιτο

  • τρόπος συντήρησης φαγητού, είτε με τη χρήση λίπους, ζάχαρης ή αλατιού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]