κοπάνισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοπάνισμα τα κοπανίσματα
      γενική του κοπανίσματος των κοπανισμάτων
    αιτιατική το κοπάνισμα τα κοπανίσματα
     κλητική κοπάνισμα κοπανίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπάνισμα < κοπανίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοπάνισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του κοπανίζω, η μετατροπή κάποιου υλικού (συνήθως συστατικού για μαγείρεμα) σε μικρούς κόκκους ή σκόνη, το χτύπημα και η άσκηση πίεσης πάνω του με κάτι σχετικά βαρύ (πχ. γουδοχέρι μέσα σε γουδί)
    το κοπάνισμα του καφέ, το κοπάνισμα του σιταριού
  2. το να χτυπήσω κάτι δυνατά και επανειλημμένα
    το κοπάνισμα των ρούχων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]