κοπαδιάρικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοπαδιάρικος η κοπαδιάρικη το κοπαδιάρικο
      γενική του κοπαδιάρικου της κοπαδιάρικης του κοπαδιάρικου
    αιτιατική τον κοπαδιάρικο την κοπαδιάρικη το κοπαδιάρικο
     κλητική κοπαδιάρικε κοπαδιάρικη κοπαδιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοπαδιάρικοι οι κοπαδιάρικες τα κοπαδιάρικα
      γενική των κοπαδιάρικων των κοπαδιάρικων των κοπαδιάρικων
    αιτιατική τους κοπαδιάρικους τις κοπαδιάρικες τα κοπαδιάρικα
     κλητική κοπαδιάρικοι κοπαδιάρικες κοπαδιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπαδιάρικος < κοπαδιάρης + κοπαδιάρ(ης) + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

κοπαδιάρικος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κοπάδι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κοπαδιάρικος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)