κοπετός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κοπετός | οι | κοπετοί |
γενική | του | κοπετού | των | κοπετών |
αιτιατική | τον | κοπετό | τους | κοπετούς |
κλητική | κοπετέ | κοπετοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοπετός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοπετός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.peˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐πε‐τός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοπετός αρσενικό
- οδυρμός, ο θρήνος κάποιου που κλαίει χτυπώντας με τα χέρια το στήθος του
- ※ […] ανήλθεν εις τους οφθαλμούς η πλημμύρα της λύπης μου, και με κατέλαβε θρήνος και κοπετός, και έχυσα πύρινα δάκρυα. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας, 1879)
- ※ Ὁ κοπετὸς κι' ὁ μόχθος τοὺς ἔγινε συνήθεια,
- παχαίνουν κοιλιόδουλοι,
- καὶ σέρνουν ξεμαλλιάρα στοὺς δρόμους τὴν Ἀλήθεια
- ρακένδυτοι Μπερτόδουλοι.
- (Γεώργιος Σουρής, Ο Φασουλής φιλόσοφος, Μέρος Δ', τέλος 19ου - αρχές 20 αιώνα)
- ※ Επειδή ο μακαρίτης ήταν αρκετά τσιγκούνης, δεν υπήρξαν ούτε γόοι ούτε κοπετοί. Μόνο ρυθμικοί λυγμοί ανά διαστήματα. Η Φιλίντα, κάτω από την πλερέζα, κοίταζε σαν χαμένη τριγύρω. (Χρήστος Ναούμ, Γυμνός σε κοινή θέα, εκδ. Καστανιώτη, 2016)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοπετός
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κοπετός | οἱ | κοπετοί |
γενική | τοῦ | κοπετοῦ | τῶν | κοπετῶν |
δοτική | τῷ | κοπετῷ | τοῖς | κοπετοῖς |
αιτιατική | τὸν | κοπετόν | τοὺς | κοπετούς |
κλητική ὦ! | κοπετέ | κοπετοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοπετώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κοπετοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοπετός αρσενικό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- κοπετός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κοπετός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ετός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)