κοπετός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοπετός οι κοπετοί
      γενική του κοπετού των κοπετών
    αιτιατική τον κοπετό τους κοπετούς
     κλητική κοπετέ κοπετοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπετός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοπετός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.peˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐πε‐τός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοπετός αρσενικό

  • οδυρμός, ο θρήνος κάποιου που κλαίει χτυπώντας με τα χέρια το στήθος του
    ※  […] ανήλθεν εις τους οφθαλμούς η πλημμύρα της λύπης μου, και με κατέλαβε θρήνος και κοπετός, και έχυσα πύρινα δάκρυα. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοπετός οἱ κοπετοί
      γενική τοῦ κοπετοῦ τῶν κοπετῶν
      δοτική τῷ κοπετ τοῖς κοπετοῖς
    αιτιατική τὸν κοπετόν τοὺς κοπετούς
     κλητική ! κοπετέ κοπετοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοπετώ
γεν-δοτ τοῖν  κοπετοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοπετός < (κόπτω) κοπ- + -ετός[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοπετός αρσενικό

  1. θόρυβος, ιδίως θρήνου, οδυρμός
     συνώνυμα: κομμός

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]