κοπιάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]κοπιάρω, αόρ.: κοπιάρισα/κόπιαρα, παθ.φωνή: κοπιάρομαι, π.αόρ.: κοπιαρίστηκα, μτχ.π.π.: κοπιαρισμένος
- (προφορικό) αντιγράφω πανομοιότυπα ένα κείμενο ή έργο
- (προφορικό) μιμούμαι ένα πρόσωπο ή πράγμα, αντιγράφοντας κατ' ακρίβειαν τα χαρακτηριστικά του
- ↪ Κάποιος κάποτε δημιούργησε το πρωτότυπο κι από εκεί έχει κοπιαριστεί τόσες φορές που δεν ξέρει πια κανένας από που ξεκίνησε.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοπιάρω | κόπιαρα | θα κοπιάρω | να κοπιάρω | κοπιάροντας | |
β' ενικ. | κοπιάρεις | κόπιαρες | θα κοπιάρεις | να κοπιάρεις | κόπιαρε | |
γ' ενικ. | κοπιάρει | κόπιαρε | θα κοπιάρει | να κοπιάρει | ||
α' πληθ. | κοπιάρουμε | κοπιάραμε | θα κοπιάρουμε | να κοπιάρουμε | ||
β' πληθ. | κοπιάρετε | κοπιάρατε | θα κοπιάρετε | να κοπιάρετε | κοπιάρετε | |
γ' πληθ. | κοπιάρουν(ε) | κόπιαραν κοπιάραν(ε) |
θα κοπιάρουν(ε) | να κοπιάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοπιάρισα | θα κοπιαρίσω | να κοπιαρίσω | κοπιαρίσει | ||
β' ενικ. | κοπιάρισες | θα κοπιαρίσεις | να κοπιαρίσεις | κοπιάρισε | ||
γ' ενικ. | κοπιάρισε | θα κοπιαρίσει | να κοπιαρίσει | |||
α' πληθ. | κοπιαρίσαμε | θα κοπιαρίσουμε | να κοπιαρίσουμε | |||
β' πληθ. | κοπιαρίσατε | θα κοπιαρίσετε | να κοπιαρίσετε | κοπιαρίστε | ||
γ' πληθ. | κοπιάρισαν κοπιαρίσαν(ε) |
θα κοπιαρίσουν(ε) | να κοπιαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοπιαρίσει | είχα κοπιαρίσει | θα έχω κοπιαρίσει | να έχω κοπιαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοπιαρίσει | είχες κοπιαρίσει | θα έχεις κοπιαρίσει | να έχεις κοπιαρίσει | έχε κοπιαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει κοπιαρίσει | είχε κοπιαρίσει | θα έχει κοπιαρίσει | να έχει κοπιαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοπιαρίσει | είχαμε κοπιαρίσει | θα έχουμε κοπιαρίσει | να έχουμε κοπιαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοπιαρίσει | είχατε κοπιαρίσει | θα έχετε κοπιαρίσει | να έχετε κοπιαρίσει | έχετε κοπιαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν κοπιαρίσει | είχαν κοπιαρίσει | θα έχουν κοπιαρίσει | να έχουν κοπιαρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κοπιαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κοπιαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κοπιαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κοπιαρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοπιάρομαι | κοπιαρόμουν(α) | θα κοπιάρομαι | να κοπιάρομαι | ||
β' ενικ. | κοπιάρεσαι | κοπιαρόσουν(α) | θα κοπιάρεσαι | να κοπιάρεσαι | κοπιάρου | |
γ' ενικ. | κοπιάρεται | κοπιαρόταν(ε) | θα κοπιάρεται | να κοπιάρεται | ||
α' πληθ. | κοπιαρόμαστε | κοπιαρόμαστε κοπιαρόμασταν |
θα κοπιαρόμαστε | να κοπιαρόμαστε | ||
β' πληθ. | κοπιάρεστε | κοπιαρόσαστε κοπιαρόσασταν |
θα κοπιάρεστε | να κοπιάρεστε | κοπιάρεστε | |
γ' πληθ. | κοπιάρονται | κοπιάρονταν κοπιαρόντουσαν |
θα κοπιάρονται | να κοπιάρονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοπιαρίστηκα | θα κοπιαριστώ | να κοπιαριστώ | κοπιαριστεί | ||
β' ενικ. | κοπιαρίστηκες | θα κοπιαριστείς | να κοπιαριστείς | κοπιαρίσου | ||
γ' ενικ. | κοπιαρίστηκε | θα κοπιαριστεί | να κοπιαριστεί | |||
α' πληθ. | κοπιαριστήκαμε | θα κοπιαριστούμε | να κοπιαριστούμε | |||
β' πληθ. | κοπιαριστήκατε | θα κοπιαριστείτε | να κοπιαριστείτε | κοπιαριστείτε | ||
γ' πληθ. | κοπιαρίστηκαν κοπιαριστήκαν(ε) |
θα κοπιαριστούν(ε) | να κοπιαριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κοπιαριστεί | είχα κοπιαριστεί | θα έχω κοπιαριστεί | να έχω κοπιαριστεί | κοπιαρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κοπιαριστεί | είχες κοπιαριστεί | θα έχεις κοπιαριστεί | να έχεις κοπιαριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κοπιαριστεί | είχε κοπιαριστεί | θα έχει κοπιαριστεί | να έχει κοπιαριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κοπιαριστεί | είχαμε κοπιαριστεί | θα έχουμε κοπιαριστεί | να έχουμε κοπιαριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κοπιαριστεί | είχατε κοπιαριστεί | θα έχετε κοπιαριστεί | να έχετε κοπιαριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κοπιαριστεί | είχαν κοπιαριστεί | θα έχουν κοπιαριστεί | να έχουν κοπιαριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κοπιαρισμένος - είμαστε, είστε, είναι κοπιαρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κοπιαρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κοπιαρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κοπιαρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κοπιαρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κοπιαρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κοπιαρισμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κοπιάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κοπιάρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κοπιάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας