κοπλιμεντάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοπλιμεντάρω < ιταλική complimentare < complimento < ισπανική cumplimiento < cumplir < λατινική compleo < cum + pleo
Ρήμα[επεξεργασία]
κοπλιμεντάρω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κομπλιμέντο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοπλιμεντάρω
|