κοπρίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /koˈpɾi.zo.me/
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κοπρίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κοπρίζω
- ※ Ἔπειτα τὰ εὐωδέστερα ἄνθη πρέπει νὰ κοπρίζωνται δαψιλῶς, διὰ νὰ φουντώνουν, ὁ δὲ κύριος ἀρχικηπουρὸς τοῦ δήμου ἐφαρμόζει λαμπρὰ τὴν μέθοδον αὐτὴν τρέφων τοὺς κυρίους ἐκλογεῖς του διὰ τοῦ θρεπτικωτέρου λιπάσματος. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοπρίζομαι | κοπριζόμουν(α) | θα κοπρίζομαι | να κοπρίζομαι | ||
β' ενικ. | κοπρίζεσαι | κοπριζόσουν(α) | θα κοπρίζεσαι | να κοπρίζεσαι | (κοπρίζου) | |
γ' ενικ. | κοπρίζεται | κοπριζόταν(ε) | θα κοπρίζεται | να κοπρίζεται | ||
α' πληθ. | κοπριζόμαστε | κοπριζόμαστε κοπριζόμασταν |
θα κοπριζόμαστε | να κοπριζόμαστε | ||
β' πληθ. | κοπρίζεστε | κοπριζόσαστε κοπριζόσασταν |
θα κοπρίζεστε | να κοπρίζεστε | (κοπρίζεστε) | |
γ' πληθ. | κοπρίζονται | κοπρίζονταν κοπριζόντουσαν |
θα κοπρίζονται | να κοπρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοπρίστηκα | θα κοπριστώ | να κοπριστώ | κοπριστεί | ||
β' ενικ. | κοπρίστηκες | θα κοπριστείς | να κοπριστείς | κοπρίσου | ||
γ' ενικ. | κοπρίστηκε | θα κοπριστεί | να κοπριστεί | |||
α' πληθ. | κοπριστήκαμε | θα κοπριστούμε | να κοπριστούμε | |||
β' πληθ. | κοπριστήκατε | θα κοπριστείτε | να κοπριστείτε | κοπριστείτε | ||
γ' πληθ. | κοπρίστηκαν κοπριστήκαν(ε) |
θα κοπριστούν(ε) | να κοπριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κοπριστεί | είχα κοπριστεί | θα έχω κοπριστεί | να έχω κοπριστεί | κοπρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κοπριστεί | είχες κοπριστεί | θα έχεις κοπριστεί | να έχεις κοπριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κοπριστεί | είχε κοπριστεί | θα έχει κοπριστεί | να έχει κοπριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κοπριστεί | είχαμε κοπριστεί | θα έχουμε κοπριστεί | να έχουμε κοπριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κοπριστεί | είχατε κοπριστεί | θα έχετε κοπριστεί | να έχετε κοπριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κοπριστεί | είχαν κοπριστεί | θα έχουν κοπριστεί | να έχουν κοπριστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοπρίζομαι
|