κοπρίτες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /koˈpɾi.tes/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κοπρίτες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοπρίτης