κοπρίτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koˈpɾi.ti/

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

κοπρίτη αρσενικό