κοπρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κοπρίτης | οι | κοπρίτες |
γενική | του | κοπρίτη | των | κοπριτών |
αιτιατική | τον | κοπρίτη | τους | κοπρίτες |
κλητική | κοπρίτη | κοπρίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοπρίτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοπρίτης < κόπρ(ος) + -ίτης [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /koˈpɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐πρί‐της
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοπρίτης αρσενικό
- αδέσποτος σκύλος
- (μεταφορικά, υβριστικό) άνθρωπος τεμπέλης και αργόσχολος
- ≈ συνώνυμα: χαραμοφάης
- ⮡ (θηλυκό κοπρίτισσα)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κόπρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κοπρίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοπρίτης αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- κοπρίτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Σκωπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)