κοπρολάγνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κοπρολάγνος
- που νιώθει σεξουαλική ηδονή από την χρήση κοπράνων κατά τη σεξουαλική επαφή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοπρολάγνος