κοπρόλιθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοπρόλιθος αρσενικό
- (γεωλογία) περιττώματα όντων που έχουν ζήσει στο παρελθόν και έχουν μετατραπεί σε απολιθώματα