Μετάβαση στο περιεχόμενο

κοπτική

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπτική οι κοπτικές
      γενική της κοπτικής των κοπτικών
    αιτιατική την κοπτική τις κοπτικές
     κλητική κοπτική κοπτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
κοπτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κοπτικός < ελληνιστική κοινή κοπτικός < αρχαία ελληνική κόπτω

Ουσιαστικό 1

[επεξεργασία]

κοπτική θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη κόβω

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
κοπτική < κόπτης

Ουσιαστικό 1

[επεξεργασία]

κοπτική θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

κοπτική

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]