κοπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοπτικός | η | κοπτική | το | κοπτικό |
γενική | του | κοπτικού | της | κοπτικής | του | κοπτικού |
αιτιατική | τον | κοπτικό | την | κοπτική | το | κοπτικό |
κλητική | κοπτικέ | κοπτική | κοπτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοπτικοί | οι | κοπτικές | τα | κοπτικά |
γενική | των | κοπτικών | των | κοπτικών | των | κοπτικών |
αιτιατική | τους | κοπτικούς | τις | κοπτικές | τα | κοπτικά |
κλητική | κοπτικοί | κοπτικές | κοπτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοπτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]κοπτικός
- σχετικός με την κοπή ή τον κόφτη
- πωλούνται κοπτικά μηχανήματα για βιβλιοδετεία και τυπογραφεία
- που αναφέρεται στους Κόπτες
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που αναφέρεται στην κοπή
|