κοπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοπτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
κοπτικός
- σχετικός με την κοπή ή τον κόφτη
- πωλούνται κοπτικά μηχανήματα για βιβλιοδετεία και τυπογραφεία
- που αναφέρεται στους Κόπτες
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που αναφέρεται στην κοπή