κορίανδρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κορίανδρος οι κορίανδροι
      γενική του/της
του
κοριάνδρου
κορίανδρου
των κοριάνδρων
    αιτιατική τον/την κορίανδρο τους/τις
τους
κοριάνδρους
κορίανδρους
     κλητική κορίανδρε κορίανδροι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορίανδρος < γαλλική coriandre < λατινική coriandrum < αρχαία ελληνική κορίαννον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κορίανδρος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]