κορακιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορακιάζω < κοράκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.ɾaˈca.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

κορακιάζω

περπατούσαμε τόσες ώρες και είχαμε κορακιάσει για νερό.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • κοράκιασα από τη δίψα : διψώ πάρα πολύ


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]