κορακοζώητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορακοζώητος η κορακοζώητη το κορακοζώητο
      γενική του κορακοζώητου της κορακοζώητης του κορακοζώητου
    αιτιατική τον κορακοζώητο την κορακοζώητη το κορακοζώητο
     κλητική κορακοζώητε κορακοζώητη κορακοζώητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορακοζώητοι οι κορακοζώητες τα κορακοζώητα
      γενική των κορακοζώητων των κορακοζώητων των κορακοζώητων
    αιτιατική τους κορακοζώητους τις κορακοζώητες τα κορακοζώητα
     κλητική κορακοζώητοι κορακοζώητες κορακοζώητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορακοζώητος < από το ουσιαστικό κοράκι (λόγω της μακροβιότητάς του) + κατάληξη -ζώητος (< ζωή)

Επίθετο[επεξεργασία]

κορακοζώητος -η -ο

  • που ζει πολλά χρόνια, που φτάνει σε πολύ μεγάλη ηλικία
αυτός ο γέρος είναι κορακοζώητος
Να ζήσετε! Κορακοζώητοι να είστε!

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]