κορακοζώητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κορακοζώητος -η -ο
- αυτός ο γέρος είναι κορακοζώητος
- Να ζήσετε! Κορακοζώητοι να είστε!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορακοζώητος
|