κοραλλιογενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koɾaliɔʝεˈnis/
- συλλαβισμός : κο‐ραλ‐λι‐ο‐γε‐νής
Επίθετο[επεξεργασία]
κοραλλιογενής
- που έχει σχηματιστεί από αποικίες κοραλλιών και από το ανθρακικό ασβέστιο που παράγουν