κοραλλιογενής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοραλλιογενής η κοραλλιογενής το κοραλλιογενές
      γενική του κοραλλιογενούς* της κοραλλιογενούς του κοραλλιογενούς
    αιτιατική τον κοραλλιογενή την κοραλλιογενή το κοραλλιογενές
     κλητική κοραλλιογενή(ς) κοραλλιογενής κοραλλιογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοραλλιογενείς οι κοραλλιογενείς τα κοραλλιογενή
      γενική των κοραλλιογενών των κοραλλιογενών των κοραλλιογενών
    αιτιατική τους κοραλλιογενείς τις κοραλλιογενείς τα κοραλλιογενή
     κλητική κοραλλιογενείς κοραλλιογενείς κοραλλιογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοραλλιογενής < κοράλλι + -ο- + -γενής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική corallien) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.ɾa.li.o.ʝeˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ραλ‐λι‐ο‐γε‐νής

Επίθετο[επεξεργασία]

κοραλλιογενής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]