κορβέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορβέτα | οι | κορβέτες |
γενική | της | κορβέτας | των | κορβετών |
αιτιατική | την | κορβέτα | τις | κορβέτες |
κλητική | κορβέτα | κορβέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορβέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική corvetta < γαλλική corvette < μέση ολλανδική korf / korver
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορβέτα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) κατηγορία πολεμικών πλοίων συνοδείας
- (ναυτικός όρος, παρωχημένο) ο δρόμων / δρόμωνας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση ολλανδική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)