κορβανάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κορβανᾶς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορβανάς οι κορβανάδες
      γενική του κορβανά των κορβανάδων
    αιτιατική τον κορβανά τους κορβανάδες
     κλητική κορβανά κορβανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορβανάς < ελληνιστική κοινή κορβανᾶς (ονομασία του θησαυρού του ναού στην Ιερουσαλήμ) < κορβᾶν (δώρο) < εβραϊκή קרבן (korbán: θύμα, τελετουργική θυσία) < πρωτοσημιτική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κορβανάς αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]