κορδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορδώνω < μεσαιωνική ελληνική κορδώνω < κόρδ(α) + -ώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koɾˈðo.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

κορδώνω (παθητική φωνή: κορδώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]