Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
κορεσμένος
Προσθήκη γλωσσών
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κορεσμέν
ος
η
κορεσμέν
η
το
κορεσμέν
ο
γενική
του
κορεσμέν
ου
της
κορεσμέν
ης
του
κορεσμέν
ου
αιτιατική
τον
κορεσμέν
ο
την
κορεσμέν
η
το
κορεσμέν
ο
κλητική
κορεσμέν
ε
κορεσμέν
η
κορεσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κορεσμέν
οι
οι
κορεσμέν
ες
τα
κορεσμέν
α
γενική
των
κορεσμέν
ων
των
κορεσμέν
ων
των
κορεσμέν
ων
αιτιατική
τους
κορεσμέν
ους
τις
κορεσμέν
ες
τα
κορεσμέν
α
κλητική
κορεσμέν
οι
κορεσμέν
ες
κορεσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
κορεσμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
κορεννύω
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
κορεσμένος
που έχει
κορεστεί
Άλλες μορφές
[
επεξεργασία
]
κεκορεσμένος
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
ακόρεστος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
κορεσμένος
αγγλικά
:
saturated
(en)
,
replete
(en)
γαλλικά
:
saturé
(fr)
ισπανικά
:
saturado
(es)
πολωνικά
:
nasycony
(pl)
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
κορεσμένος
Προσθήκη γλωσσών
Προσθήκη θέματος