κορμάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορμάρα | οι | κορμάρες |
γενική | της | κορμάρας | — | |
αιτιατική | την | κορμάρα | τις | κορμάρες |
κλητική | κορμάρα | κορμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορμάρα < κορμί + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορμάρα θηλυκό
- μεγεθυντικό του κορμί
- (οικείο) ωραίο κορμί
- (κατ’ επέκταση) άτομο με ωραίο κορμί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορμάρα
|