κορμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κορμός | οι | κορμοί |
γενική | του | κορμού | των | κορμών |
αιτιατική | τον | κορμό | τους | κορμούς |
κλητική | κορμέ | κορμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |



Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορμός < αρχαία ελληνική κορμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker-[1] (κόβω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορμός αρσενικό
- (βοτανική) το τμήμα του φυτού πάνω από τις ρίζες και μέχρι τα κλαριά του
- (ανατομία) το μεσαίο τμήμα του ανθρώπινου σώματος, πάνω από τα πόδια και μέχρι τον αυχένα, το ανθρώπινο σώμα μη περιλαμβανομένων των άκρων και της κεφαλής
- το βασικό τμήμα ενός σχεδίου, μίας λειτουργίας, μίας οντότητας, μιας εργασίας θεωρητικής
- ο κορμός της έκθεσης, του προγράμματος, της παρέλασης
- (γαστρονομία) γλυκό με σοκολάτα και μπισκότα που στο σχήμα μοιάζει με κορμό δέντρου
- (καθομιλουμένη, εκπαίδευση στην Ελλάδα) το σύνολο των μαθημάτων της τελευταίας τάξης του λυκείου (μαθήματα κορμού) που ήταν κοινά για όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από τη δέσμη που είχαν επιλέξει
- ↪ σήμερα έχουμε μόνο μια ώρα κορμό και τρεις ώρες δέσμη
Παρεμφερείς όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κορμί
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
- γαλλικά : 1.2. tronc (fr) 3. coeur (fr) 4. bûche (fr) 5. tronc (fr) commun (fr)
- γερμανικά : Stamm (de), Rumpf (de)
- ισπανικά : tronco (es), cuerpo (es)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κορμός | οἱ | κορμοί |
γενική | τοῦ | κορμοῦ | τῶν | κορμῶν |
δοτική | τῷ | κορμῷ | τοῖς | κορμοῖς |
αιτιατική | τὸν | κορμόν | τοὺς | κορμούς |
κλητική ὦ! | κορμέ | κορμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κορμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κορμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κορμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker-[1] (κόβω) (συγγενικό με τη λέξη κείρω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορμός αρσενικό
- (βοτανική) το μέρος ενός δέντρου από τις ρίζες μέχρι την κορυφή ή μέχρι εκεί που αρχίζει να διακλαδώνεται
- (συνεκδοχικά) το κομμένο τμήμα κορμού (1) δέντρου
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 κορμός - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Βοτανική (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (ελληνικά)