κορνάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορνάρω < κόρνα

Ρήμα[επεξεργασία]

κορνάρω

  • χρησιμοποιώ την κόρνα του αυτοκινήτου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]