κορνίζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορνίζα | οι | κορνίζες |
γενική | της | κορνίζας | των | κορνιζών |
αιτιατική | την | κορνίζα | τις | κορνίζες |
κλητική | κορνίζα | κορνίζες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορνίζα θηλυκό
- διακοσμητικό πλαίσιο για τοποθέτηση έργων ζωγραφικής, φωτογραφιών, διπλωμάτων ή άλλων επίπεδων αντικειμένων
[επεξεργασία]