κοροϊδεύτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοροϊδεύτρα < κοροϊδευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα < κοροϊδεύω + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοροϊδεύτρα θηλυκό
- θηλυκό του κοροϊδευτής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κορόιδο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοροϊδεύτρα
|