κορπορατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορπορατικός η κορπορατική το κορπορατικό
      γενική του κορπορατικού της κορπορατικής του κορπορατικού
    αιτιατική τον κορπορατικό την κορπορατική το κορπορατικό
     κλητική κορπορατικέ κορπορατική κορπορατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορπορατικοί οι κορπορατικές τα κορπορατικά
      γενική των κορπορατικών των κορπορατικών των κορπορατικών
    αιτιατική τους κορπορατικούς τις κορπορατικές τα κορπορατικά
     κλητική κορπορατικοί κορπορατικές κορπορατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορπορατικός < κορπορατισμός + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κορπορατικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]