κορπορατισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορπορατισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική corporatism < corporate < λατινική corporatus < corpus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορπορατισμός αρσενικό
- το συντεχνιακό κράτος, δηλαδή η ενσωμάτωση τόσο των διευθυντών όσο και των εργατών στη διαδικασία της κυβέρνησης
- ※ Ο φασισμός προχωράει διστακτικά προς τη δημιουργία του κορπορατικού κράτους. Φαίνεται ότι οι Χίτλερ και Μουσολίνι δεν θεωρούν τη γενιά εκείνη που έχει γνωρίσει τη δημοκρατία έτοιµη για τον κορπορατισµό. (Εφημερίδα των Συντακτών, 20.03.2021)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορπορατισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)