κορπορατισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορπορατισμός οι κορπορατισμοί
      γενική του κορπορατισμού των κορπορατισμών
    αιτιατική τον κορπορατισμό τους κορπορατισμούς
     κλητική κορπορατισμέ κορπορατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορπορατισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική corporatism < corporate < λατινική corporatus < corpus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κορπορατισμός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]