κορπορατιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορπορατιστικός < κορπορατισμός + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
κορπορατιστικός
- που έχει σχέση με τον κορπορατισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορπορατιστικός
|