κορυβαντιῶν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορυβαντιῶν < αρχαία ελληνική μετοχή Κορυβαντιῶν, ενεργητικού ενεστώτα του Κορυβαντιάω
Μετοχή[επεξεργασία]
κορυβαντιῶν
- (κυρίως για πλήθος ανθρώπων) που κάνει μεγάλο θόρυβο, όντας σε έξαλλη κατάσταση ενθουσιασμού, όπως οι Κορύβαντες
- ※ Πανηγυρίζει κορυβαντιῶν, διότι θὰ προστεθῇ καὶ ἄλλο ἔλλειμμα εἰς τὸν προϋπολογισμόν, διότι θὰ πληρώσῃ νέους ἐνιαυσίους φόρους, διότι θὰ ἐπαναληφθῇ διὰ μίαν ἀκόμη περίοδον ἡ γελοία κωμῳδία τῆς ζωῆς, καθ’ ἣν ἕκαστος κατορθόνει νὰ παίζῃ πρόσωπον, ὅπερ δὲν τῷ ἀνήκει, διάφορον τοῦ πραγματικοῦ. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)