κορυδαλλός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κορυδαλλός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορυδαλλός οι κορυδαλλοί
      γενική του κορυδαλλού των κορυδαλλών
    αιτιατική τον κορυδαλλό τους κορυδαλλούς
     κλητική κορυδαλλέ κορυδαλλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

κορυδαλλός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κορυδαλλός < αρχαία ελληνική κόρυδος / κορυδός < κόρυς[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ko.ɾi.ðaˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ρυ‐δαλ‐λός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
Ένας κορυδαλλός

κορυδαλλός αρσενικό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • με ένα λάμδα: κορυδαλός (παρωχημένη γραφή)

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]