κορυφαία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κορυφαία

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κορυφαία θηλυκό

  1. η επικεφαλής του χορού στο αρχαίο θέατρο
  2. η κεφαλαριά
  3. το τμήμα των μαλλιών που βρίσκεται στο πάνω μέρος του κεφαλιού

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κορυφαία