κορυφόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορυφόω < αρχαία ελληνική κορυφή + -όω

Ρήμα[επεξεργασία]

κορυφόω

  1. υψώνω, οδηγώ στην κορυφή
  2. ολοκληρώνω, περατώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]