κορφολόγημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορφολόγημα ουδέτερο
- η ενέργεια του κορφολογώ
- το κόψιμο του ανώτερου τρυφερού μέρους των βλαστών
- το κορφολόγημα του αμπελιού
- (μεταφορικά) η επιλογή των καλύτερων δειγμάτων από ένα σύνολο
- Kαι είναι σχεδόν αόρατο πια, επειδή είναι τόσο κυρίαρχο, το ότι η διαρκής, ξέφρενη κατανάλωση, η ψυχοθεραπεία με shopping, το κορφολόγημα προϊόντων και γκάτζετ είναι μια μορφή υποδούλωσης. (Ν. Ξυδάκης, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7 Ιουλίου 2002)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορφολόγημα
|