Μετάβαση στο περιεχόμενο

κορόδιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορόδιο τα κορόδια
      γενική του κορόδιου των κορόδιων
    αιτιατική το κορόδιο τα κορόδια
     κλητική κορόδιο κορόδια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κορόδιο < κορόιδο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κορόδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]