κορόιδεψε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κορόιδεψε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος κοροϊδεύω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κοροϊδεύω
κορόιδεψε