κορύνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορύνα | οι | κορύνες |
γενική | της | κορύνας | των | κορύνων |
αιτιατική | την | κορύνα | τις | κορύνες |
κλητική | κορύνα | κορύνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορύνα < αρχαία ελληνική κορύνη < κόρυς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορύνα θηλυκό
- όργανο της ρυθμικής γυμναστικής
- αντικείμενο του μπόουλινγκ
- όργανο και αγώνισμα στίβου στους Παραολυμπιακούς Αγώνες
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όργανο ρυθμικής γυμναστικής
στο μπόουλινγκ