κοσκίνισμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοσκίνισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κοσκινίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοσκίνισμα
|