κοσμετολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κοσμετολόγος οι κοσμετολόγοι
      γενική του/της κοσμετολόγου των κοσμετολόγων
    αιτιατική τον/την κοσμετολόγο τους/τις κοσμετολόγους
     κλητική κοσμετολόγε κοσμετολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοσμετολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cosmétologue < αρχαία ελληνική κοσμέω + λέγω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοσμετολόγος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]