κοσμητολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοσμητολογία | οι | κοσμητολογίες |
γενική | της | κοσμητολογίας | των | κοσμητολογιών |
αιτιατική | την | κοσμητολογία | τις | κοσμητολογίες |
κλητική | κοσμητολογία | κοσμητολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοσμητολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική elcosmétologie < cosmétique (fr) (< νέα ελληνικά κοσμητικός) + -logie (fr) (< νέα ελληνικά -λογία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοσμητολογία θηλυκό
- η καλλυντική· η έρευνα, η μελέτη και η παρασκευή καλλυντικών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοσμητολογία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)