κοσμητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | κοσμητός | κοσμητή | κοσμητόν | κοσμητοί | κοσμηταί | κοσμητά |
Γενική | κοσμητοῦ | κοσμητῆς | κοσμητοῦ | κοσμητῶν | κοσμητῶν | κοσμητῶν |
Δοτική | κοσμητῷ | κοσμητῇ | κοσμητῷ | κοσμητοῖς | κοσμηταῖς | κοσμητοῖς |
Αιτιατική | κοσμητόν | κοσμητήν | κοσμητόν | κοσμητούς | κοσμητάς | κοσμητά |
Κλητική | κοσμητέ | κοσμητή | κοσμητόν | κοσμητοί | κοσμηταί | κοσμητά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | κοσμητώ | κοσμητά | ||||
Γενική-Δοτική | κοσμητοῖν | κοσμηταῖν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κοσμητός, -ή, -ό
- που είναι καλά διατεταγμένος και επιμελημένος