κοσμοπολίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοσμοπολίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοσμοπολίτης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κοσμο- + πολίτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.zmo.poˈli.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐σμο‐πο‐λί‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοσμοπολίτης αρσενικό (θηλυκό κοσμοπολίτισσα)
- που έχει ταξιδέψει σε πολλές χώρες, ο πολυταξιδεμένος
- (συνεκδοχικά) που έχει γνώση για όλες τις κουλτούρες του κόσμου και αισθάνεται άνετα σε κάθε είδους περιβάλλον
- (παρωχημένο) πολίτης του κόσμου, διεθνιστής
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κοσμόπολη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοσμοπολίτης
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κοσμοπολίτης | οἱ | κοσμοπολῖται | ||||
γενική | τοῦ | κοσμοπολίτου | τῶν | κοσμοπολιτῶν | ||||
δοτική | τῷ | κοσμοπολίτῃ | τοῖς | κοσμοπολίταις | ||||
αιτιατική | τὸν | κοσμοπολίτην | τοὺς | κοσμοπολίτᾱς | ||||
κλητική ὦ! | κοσμοπολῖτᾰ | κοσμοπολῖται | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοσμοπολίτᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κοσμοπολίταιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κοσμοπολίτης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κοσμο- + πολίτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοσμοπολίτης [ ῑ ] αρσενικό (θηλυκό κοσμοπολῖτις)
- (ελληνιστική κοινή) πολίτης του κόσμου
[επεξεργασία]
- κοσμόπολις (τίτλος ιεραρχίας)
- κοσμοπρεπής
Πηγές[επεξεργασία]
- κοσμοπολίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ κοσμοπολίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κοσμο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στρατιώτης' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα κοσμο- (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)